- ακτοφυλακή
- Σύνολο μονάδων και υπηρεσιών, κατά κύριο λόγο ναυτικών, στις οποίες ορισμένα κράτη έχουν αναθέσει ποικίλα καθήκοντα, τα οποία πρέπει να εκτελούνται στις παράκτιες ζώνες και αφορούν την παροχή βοήθειας σε πλοία και αεροπλάνα, διάσωση ναυαγών, δίωξη του λαθρεμπορίου κλπ. Η καλύτερα οργανωμένη υπηρεσία αυτού του είδους είναι η ακτοφυλακή (Coast Guard) των Ηνωμένων Πολιτειών, η οποία με την ποικιλία, τη σημασία και τον πολυσύνθετο χαρακτήρα των αποστολών τις οποίες αναλαμβάνει, αποτελεί ιδιαίτερο στρατιωτικό σώμα που εξαρτάται από το υπουργείο Οικονομικών σε καιρό ειρήνης και από το υπουργείο Ναυτικών σε καιρό πολέμου. Ιδρύθηκε το 1790 με αποστολή τη δίωξη του λαθρεμπορίου στις παράκτιες ζώνες, ανέλαβε όμως διαδοχικά και άλλα καθήκοντα, τα οποία είχε προηγουμένως η υπηρεσία διάσωσης και η υπηρεσία φάρων, καθώς επίσης και την παροχή βοήθειας στη ναυσιπλοΐα, την εφαρμογή των νόμων για την προστασία της αλιείας και την επισήμανση των πάγων που επιπλέουν στον βόρειο Ατλαντικό. Η Α. των ΗΠΑ, που το 1790 διάθετε μόνο δέκα μικρά σκάφη, κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο είχε στη διάθεσή της πολλά αεροπλάνα, περίπου 800 πλοία και έλαβε ενεργό μέρος σε πολλές σημαντικές επιχειρήσεις, ειδικά αμφίβιες.
* * *η1. φρούρηση, επιτήρηση τών ακτών2. το σύνολο τών ακτοφυλάκων*, ναυτική δύναμη που δημιουργήθηκε για πρώτη φορά σε ορισμένες χώρες κατά τις αρχές τού 19ου αιώνα για την αναχαίτιση τού λαθρεμπορίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ακτή + φυλακή «φρουρά» < φυλάσσω].
Dictionary of Greek. 2013.